- εξαπλώ
- ἑξαπλῶ, -όω (Μ) [εξαπλός]εξαπλασιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐξαπλῶ — ἐξαπλόω unfold pres subj act 1st sg ἐξαπλόω unfold pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαπλῷ — ἐκ , ἀπό λάω 1 pres opt act 3rd sg ἐκ , ἀπό λάω 2 seize pres opt act 3rd sg (doric) ἐκ , ἀπό λάζω fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξάπλωσις — ἑξάπλωσις, η (Μ) [εξαπλώ] ο πολλαπλασιασμός επί έξι … Dictionary of Greek
εξαπλώνω — και ξαπλώνω (AM ἐξαπλῶ, όω) [απλώνω] 1. απλώνω, τεντώνω σ όλη την έκταση, ξετυλίγω «οὐρανὸν ὡς δέρριν ἐξήπλωσε», Λουκάς) 2. (ειδ.) τεντώνω τα χέρια («τὰ χέρια της ἐξήπλωσεν στὸν τράχηλον τοῡ νέου») 3. παθ. κατακλίνομαι, ξαπλώνω, πλαγιάζω («εἰς… … Dictionary of Greek
προεξαπλώ — όω, Α ξεδιπλώνω προηγουμένως κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐξαπλῶ «απλώνω, ξετυλίγω»] … Dictionary of Greek
προσεξαπλώ — όω, Α 1. εξαπλώνω, αναπτύσσω επί πλέον 2. ερμηνεύω επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐξαπλῶ «απλώνω, ερμηνεύω, διευκρινίζω»] … Dictionary of Greek
συνδιεξαπλώ — όω, Μ απλώνω κάτι μαζί με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διά + ἐξαπλῶ] … Dictionary of Greek